εἰκοσινήριτος

εἰκοσινήριτος
εἰκοσιν-ήριτος: twenty-fold, Il. 22.349†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εἰκοσινήριτον — εἰκοσινήριτος twentyfold masc/fem acc sg εἰκοσινήριτος twentyfold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσινηρίτου — εἰκοσινήριτος twentyfold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσινήριτα — εἰκοσινήριτος twentyfold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσινήριτ' — εἰκοσινήριτα , εἰκοσινήριτος twentyfold neut nom/voc/acc pl εἰκοσινήριτε , εἰκοσινήριτος twentyfold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”